- ἀμφικεάζω
- ἀμφι-κεάζω: split or hew around; τὸ μέλαν δρυὸς ἀμφικεάσσᾶς, Od. 14.12†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αμφικεάζω — ἀμφικεάζω (Α) [κεάζω] σχίζω και από τις δύο πλευρές, περικόπτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + κεάζω «σχίζω»] … Dictionary of Greek
ἀμφικεάσας — ἀμφικεά̱σᾱς , ἀμφικεάζω cleave asunder fut part act fem acc pl (doric) ἀμφικεά̱σᾱς , ἀμφικεάζω cleave asunder fut part act fem gen sg (doric) ἀμφικεά̱σᾱς , ἀμφικεάζω cleave asunder fut part act fem acc pl (doric) ἀμφικεά̱σᾱς , ἀμφικεάζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφικεάσσας — ἀμφικεάσσᾱς , ἀμφικεάζω cleave asunder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) ἀμφικεάσσᾱς , ἀμφικεάζω cleave asunder aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek